Υπαπάντια 2025 – 7η ημέρα

Σήμερα τὸ πρωὶ τελέσθηκε Ὄρθρος καὶ θεία Λειτουργία ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Παρθενίου, Ἐπισκόπου Λαμψάκου, μὲ ἱερουργὸ τὸν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτ. π. Γεώργιο Καλποῦζο, ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Ἐλευθερίου-ὁδοῦ Ἀχαρνῶν. Πλέον ὁ Ἅγιος Παρθένιος ἔγινε καὶ θὰ παραμείνη ἕνας οἰκεῖος καὶ ἀγαπημένος Ἅγιος γιὰ τοὺς ἐνορίτες τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου.

Στὶς 5:00 μ.μ. ἔγινε τὸ τακτικὸ ἑβδομαδιαῖο Λειτουργικὸ σεμινάριο μὲ τὸν Προϊστάμενο τοῦ Ναοῦ, Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτ. π. Θεμιστοκλῆ Χριστοδούλου. Τὸ σεμινάριο αὐτὸ γίνεται ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸ οἱ ἐνορίτες καταρτίζονται σὲ θέματα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, μὲ σκοπὸ τὴν καλλιέργεια καὶ ἀπόκτηση ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους.

Σήμερα, τὸ θέμα τοῦ σεμιναρίου ἀναφέρεται στὸ Σύνθρονο, στὸ Σκευοφυλάκιο, τὴν θέση τοῦ Αὐτοκράτορα ἐντὸς τοῦ Ναοῦ, στὸ τέμπλο καὶ στὸν ἄμβωνα.

Κάνοντας μιὰ εἰσαγωγὴ στὸ θέμα του ὁ π. Θεμιστοκλῆς εἶπε: «Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ συγκεντρωθήκαμε καὶ σήμερα ὅλοι ἐδῶ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ Λειτουργικὸ μας Σεμινάριο, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὰ θέματα τῆς ὀρθοδόξου Λατρείας». Καὶ συνέχισε: «Ἀπὸ τὴν προηγούμενη φορὰ μὲ σύμβουλο τὸ βιβλίο Ἐπιτομὴ τῆς Λειτουργικῆς τοῦ Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, Ἀρχιεπισκόπου Κορινθίας, ποὺ ἔζησε περίπου πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, ξεκινήσαμε νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ θέματα τοῦ Ν. Μιλήσαμε γιὰ τὰ μέρη τοῦ Ναοῦ, γιὰ τὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ καὶ σήμερα θὰ μιλήσουμε γιὰ κάτι ἀσύνηθες στὴν ἀκοή μας.

Θὰ μιλήσουμε

α) γιὰ τὸ Σύνθρονο. Βρίσκεται πάντοτε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ἕνας θρόνος, στὸν ὁποῖο ἵσταται ἐν προσευχῇ ὁ ἱερουργὸς καὶ ἱερομύστης τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Λέγεται σύνθρονο, διότι δίπλα του,ἔνθεν καὶ ἔνθεν,  ἔχει κι ἄλλους θρόνους, τὰ παραθρόνια, στὰ ὁποῖα στέκεται τὸ πρεσβυτέριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Χριστοῦ Διακονία, δηλ. οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι. Τὰ σύνθρονα βρίσκονται κυρίως στοὺς καθεδρικοὺς Ναοὐς, στοὺς μητροπολιτικοὺς Ναούς, ὅπου εἶναι ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως. Ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε Ναό, ὅταν ἱερουργῆ ὁ ἑκασταχοῦ Ἐπίσκοπος ἢ Μητροπολίτης ἢ Ἀρχιεπίσκοπος ἢ Πατριάρχης, ἐφόσον βρίσκεται μέσα στὰ ὅρια τῆς ἐπαρχίας του, μπορεῖ νὰ κάθεται στὸ Σύνθρονο, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι μία καρέκλα ἢ ἕνας θρόνος μαρμάρινος ἢ ξυλόγλυπτος. Ὁ ἐπισκέπτης Ἐπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ καθίση σ’ αὐτὸν τὸν θρόνο, διότι εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς.

Τὸ Σύνθρονο φανερώνει τὴν οὐράνια καθέδρα τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ βρίσκεται σὲ περίοπτη θέση, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ἀπ’ ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ὁρᾶ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ γινόταν καλύτερα, ὅταν δὲν ὑπῆρχε τὸ τέμπλο. Ὅταν προστέθηκε τὸ τέμπλο βγῆκε ὁ θρόνος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ τοποθετήθηκε στὴν δεξιὰ  πλευρὰ τοῦ Ναοῦ, ὅπως τὸν βλέπουμε σήμερα. Στὸν θρόνο ἁγιογραφεῖται πάντοτε ἡ εἰκόνα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἐν στολῇ ἀρχιερατικῇ, ὅμοια μὲ αὐτὴν τοῦ Ἐπισκόπου, διότι εἶναι ὁ τύπος τοῦ Ἐπισκόπου.

Τὸ Σύνθρονο ὑπάρχει σήμερα σὲ καποιους παλαιοὺς Ναούς, ὅπως καὶ στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ τῆς Πάρου. Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς δὲν ὑπῆρχε ἡ ἔννοια τῆς ἐνορίας, ἡ ὁποία εἶναι γέννημα τῆς Τουρκοκρατίας. Ὑπῆρχε μία ἐκκλησία στὸ μέρος τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἔφερε ὁ Ἐπίσκοπος. Ἐκεῖ λειτουργοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὅλο τὸ πρεσβυτέριο καὶ οἱ διάκονοι μὲ τὸν Ἐπίσκοπο. Οἱ πολλοὶ ναοὶ προέκυψαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν αὔξηση τοῦ πληθυσμοῦ τῶν χριστιανῶν. Κάθε χειροτονημένος κληρικὸς πρέπει νὰ ἔχη τὸν τόπο του, τὸ θυσιαστήριό του. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἡ ἐκλογὴ τῶν πρεσβυτέρων καὶ διακόνων τῆς Ἐκκλησίας.

β) Γιὰ τὸ Σκευοφυλάκιο. Τὸ Σκευοφυλάκιο εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος γιὰ τὴν διαφύλαξη τῶν σκευῶν τῆς Ἐκκλησίας. Παλαιότερα ἦταν ἕνα κτίσμα, ποὺ ἐφάπτετο μὲ τὸν Ναό. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Σκευοφυλακίου δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸ δῆ, διότι ἐκεῖ ἐφυλάσσοντο τὰ πολύτιμα σκεύη τῆς Ἐκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὴν διακονία τῆς διαφύλαξης τῶν σκευῶν. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Σκευοφύλακες δὲν θὰ σώζονταν τὰ ἱερὰ σκεύη. Στὸ Ἅγιο Ὄρος ἀλλὰ καὶ στὰ Πατριαρχεῖα, ὑπάρχουν οἱ εἰδικοὶ αὐτοὶ διακονητές, κατὰ βάσιν κληρικοί, οἱ Σκευοφύλακες. Μέσα  στὸ Ἅγιο Βῆμα, στὰ δεξιά, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται τὸ Διακονικό, ἦταν μία στοά, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐφυλάσσοντο τὰ σκεύη τῆς Ἒκκλησίας. Τὸ Σκευοφυλάκιο σήμερα ὑπάρχει σὲ κάθε Ναό, ἀλλὰ δ]ν εἶναι άνακοινώσιμο τὸ μέρος ποὺ βρίσκεται. Τὸ διακόνημα τοῦ Σκευοφύλακα εἶναι ἐκκλησιαστικὸ ἀξίωμα καὶ δίδεται μὲ χειροθεσία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Τὸν Σκευοφύλακα δορυφοροῦν πάντοτε οἱ διάκονοι ἢ διάκονος τοῦ Ναοῦ.

γ) Ἡ θέση τοῦ Βασιλέως μέσα στὸν Ναό. Ἡ εἴσοδος στὸ Ἅγιο Βῆμα παλαιότερα ἐπιτρεπόταν μόνο στὸν Αὐτοκράτορα. Εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνουν στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ νὰ στέκονται σ’ αὐτό, ὅπως οἱ ἱερεῖς. Ὅμως ὁ Ἅγιος Άμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων, τὸ θεώρησε ἄτοπο καὶ ὅρισε νὰ ὑπάρχη ἕνας ἰδιαίτερος τόπος ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Βήματος, ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου. Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου Μεδιολάνων τὴν ἀποδέχτηκε ὁ Αὐτοκράτορας καὶ οἱ διάδοχοί του καὶ ἀπὸ τότε κι ἔπειτα οἱ Βασιλεῖς κάθονταν στὸν θρόνο τους στὸν σολέα. Ὅταν ἦταν ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας, ὁ Πατριάρχης ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Βασιλέα καὶ τὸν ὁδηγοῦσε στὸ Ἅγιο Βῆμα. Πρὶν μπῆ στὸ Ἅγιο Βῆμα, ἔκανε τρία προσκυνήματα στὶς ἅγιες εἰκόνες τοῦ τέμπλου, προσκυνοῦσε καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μετὰ σφράγιζε τὸν λαὸ μὲ τὸ δικέρι. Μπαίνοντας στὸ Ἅγιο Βῆμα θυμίαζε μὲ τὸ θυμιατὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα σταυροειδῶς καὶ τέλος τὸν Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἔπαιρνε τὸ θυμιατὸ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Βασιλέα καὶ τὸν θυμίαζε. Ὁ Βασιλεὺς ἔβγαζε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸ στέμμα καὶ ταὸ ἔδινε στοὺς διακόνους ποὺ τὸν δορυφοροῦσαν, γιὰ νὰ τὸ κρατοῦν. Ὁ Πατριάρχης ἔπαιρνε στὰ χέρια του τὴν μερίδα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἔδιδε στὸν Βασιλέα καὶ κοινωνοῦσε ὄχι μὲ λαβίδα ἀλλὰ ἀπ’ εὐθείας. Ἔπαιρνε καὶ τὸ Ἅγιο Ποτήριο ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἱερωμένοι. Ἀφοῦ τελείωνε, ξαναφοροῦσε τὸ στέμμα του καὶ ἐπέστρεφε ἔξω στὸν θρόνο του.

Κανένας ἄλλος λαϊκὸς δὲν ἔμπαινε στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ὁ 69ος Κανόνας τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπαγορεύει ρητὰ στοὺς λαϊκοὺς νὰ εἰσέρχονται στὸ Ἅγιο Βῆμα.

δ) Τὸ εἰκονοστάσιο ἢ τέμπλο. Παλαιότερα τὸ Ἅγιο Βῆμα χωριζόταν ἀπὸ τὸν κυρίως Ναὸ μὲ ἕνα καταπέτασμα ἢ μὲ κιγκλίδωμα, θωράκια δηλ. μεταλλικὰ ἢ ἀπὸ ἄλλο ὑλικό. Πάνω στὰ θωράκια αὐτὰ τοποθετοῦνταν οἱ εἰκόνες ὄρθιες. Ἀπὸ τὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατασκευάστηκε διάφραγμα ξύλινο ἢ μαρμάρινο, μέσα στὸ ὁποῖο τοποθετήθηκαν οἱ εἰκόνες καὶ ὀνομάστηκε εἰκονοστάσιο. Στὸ εἰκονοστάσιο αὐτὸ ὑπάρχουν τρεῖς πύλες. Ἡ μεσαία ὀνομάζεται Ὡραία Πύλη. Ἀπὸ τὶς ἄλλες δύο, ἡ μία ὀνομάζεται βόρεια καὶ ἡ ἄλλη νότια. Στὴν βόρεια εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ στὴν νότια τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ. Στὶς θύρες τῆς Ὡραίας Πύλης εἰκονίζεται ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Σὲ πολλὲς ὑπάρχουν καὶ οἱ 4 Εὐαγγελιστές. Ὁ Εὐαγγελισμὸς εἰκονίζεται στὶς θύρες ταῆς Ὡραίας Πύλης, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν ὅτι μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ.

Πάνω στὸ τέμπλο ὑπάρχουν κάποιες εἰκόνες. Δεξιὰ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀριστερὰ τῆς Παναγίας. Δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ ἡ εἰκόνα τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Δίπλα ἀπὸ τὴν Παναγία ὁ Ἅγιος στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου φέρει ὁ Ναός. Πιὸ πάνω εἰκονογραφεῖται ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ποὺ μᾶς φανερώνει ὅτι ἐκεῖ μέσα συντελεῖται πάντοτε εἰς τύπον Χριστοῦ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου μπαίνουν οἱ εἰκόνες τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Σὲ μιὰ Τρίτη σειρὰ μπῆκαν οἱ εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων. Στὸ κέντρο αὐτῆς τῆς σειρᾶς εἰκονίζεται ὁ Χριστὸς μὲ ἀρχιερατικὴ στολή. Στὴν τέταρτη σειρὰ μπῆκαν οἱ προφῆτες καὶ στὸ μέσον αὐτῶν ἡ Θεοτόκος μὲ τὸ βρέφος στὴν ἀγκαλιά, διότι ὅλοι οἱ προφῆτες μίλησαν γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ὁ Σταυρὸς μὲ τὴν μορφὴ τοῦ  Ἐσταυρωμένου ἐπὶ τοῦ  ξύλου ὡς στεφάνι καὶ βάση τῆς οίκονομίας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

ε) Κυρίως Ναός. Τὸ τμῆμα μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Βήματος καὶ τοῦ νάρθηκα λέγεται κυρίως Ναός. Ἐδῶ ὑπάρχει ὁ θρόνος τοῦ Ἀρχιερέα καὶ ὁ ἄμβωνας στὸ ἀριστερὸ μέρος, ὅπου ὁ διάκονος ἀνεβαίνει καὶ διαβάζει τα  Εὐαγγέλιο ἐμμελῶς. Ἀπὸ τὸν ἄμβωνα κατὰ τὴν παράδοση ἐκφωνοῦνται τὰ κηρύγματα. Ὁ 33ος Κανόνας τῆς 6ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ 14ος τῆς 7ης Οίκουμενικῆς Συνόδου ἀπαγορεύουν τὴν ἄνοδο στὸν ἄμβωνα μὴ χειροθετημένου λαϊκοῦ. Παλαιότερα ὁ ἄμβωνας ὑπῆρχε στὸ κέντρο τοῦ Κυρίως ναοῦ. Πάνω στὸν ἄμβωνα χρίονταν καὶ οἱ βασιλεῖς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη κατὰ τὴν στέψη τους. Ἀπὸ τὸ 400 μ.χ. καὶ ἑξῆς ὁ ἄμβωνας ὁρίστηκε ὡς ὁ τόπος τοῦ κηρύγματος. Ἀργότερα, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ ἄμβωνας κρύβει τὴν θέα τῶν πολλῶν, μετακίνησαν τὸν ἄμβωνα πρὸς τὰ ἀριστερά.

Βλέπουμε ὅτι τὰ πράγματα στὴν Ἐκκλησία διαμορφώθηκαν σιγὰ σιγὰ σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες ποὺ παρουσιάζονταν κάθε φορά. Τὸ κάθε τι μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχει τὴν σημασία του καὶ γίνεται εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν, ὅπως συμβουλεύει ὁ Ἀπόστολος Παύλος στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του.

Στὶς 6:00 μ.μ ἔγινε ὁ Ἑσπερινὸς καὶ Ἱερὰ Παράκληση στὸν Ἅγιο Παρθένιο, Ἐπίσκοπο Λαμψάκου καὶ ἀναπέμφθηκαν εἰδικὲς εὐχὲς ὑπὲρ ὑγείας τῶν καρκινοπαθῶν ἀδελφῶν μας.

Ἀκολούθησε στὶς 7:30 ἡ ἐπίσης τακτικὴ ἑβδομαδιαία Σύναξη τῶν Νέων μὲ τὸν π. Θεμιστοκλῆ Χριστοδούλου. Ἡ Σύναξη Νέων ἀριθμεῖ καὶ αὐτὴ πολλὰ ἔτη λειτουργίας καὶ κατ’ αὐτὴν ἀναπτύσσονται θέματα τῆς σύγχρονης ζωῆς ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστεως καὶ οἱ νέοι γνωρίζουν μὲ ἀκρίβεια ποιά εἶναι ἡ πίστη μας καὶ ποιός πράγματι εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε, ἔτσι ὥστε νὰ διαμορφώνουν στὴν ζωή τους ὀρθόδοξο χριστιανικὸ φρόνημα.

Στὴν σημερινὴ Σύναξη τὸ θέμα ἦταν ἡ κούραση τῶν πιστῶν στὴν θεία Λειτουργία.

Πολλὲς φορές, ἐπισημαίνει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, οἱ χριστιανοὶ διατείνονται ὅτι εἶναι πολὺ κουρασμένοι καὶ εἴτε δὲν ἔρχονται νὰ ἐκκλησιασθοῦν εἴτε ἀναζητοῦν καρέκλες γιὰ νὰ κάθονται. Στὶς παλιὲς Ἐκκλησίες δὲν ὑπῆρχαν καθίσματα, ὅπως ἔχουμε τώρα. Ὁ χῶρος τῆς λατρείας ἦταν ὁ χῶρος γιὰ νὰ ἵσταται ὁ χριστιανός. Τὸ ζήτημα εἶναι, ἂν ὁ χριστιανὸς αἰσθάνεται ἀσκητής, διότι ἂν δὲν αἰσθάνεται ἔτσι, πάντα θὰ αἰσθάνεται κουρασμένος καὶ θὰ ἐπιζητεῖ μιὰ θέση νὰ ξεκουράζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Γιὰ τὸ θἐμα τῆς ὀρθοστασίας ἢ τοῦ καθίσματος στὴν Λατρεία ὁ π. Θεμιστοκλῆς μετέφερε καὶ σχολίασε τὶς ὑποδείξεις τοῦ Γέροντα Αἰμιλιανοῦ, Ἡγουμένου  τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Ὁ Γέροντας μεταξὺ ἄλλων ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὸ μαρτύριο τῆς ἀσκήσεως, νὰ θέλη δηλ. ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀσκῆται, νὰ πονᾶνε ταὰ πόδια του μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μὴν κάθεται, γιατὶ θέλει νὰ μαρτυρήση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Μιὰ μοναχὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἀγρυπνίας, παρόλο ποὺ πονοῦσε ἀπέφυγε νὰ καθίση κάνοντας τοὺς ἑξῆς λογισμούς: ἐσὺ ποὺ θέλεις νὰ μαρτυρήσης, θέλεις νὰ καθίσης; Δῶσε τὰ μέλη σου στὸν Θεό.

Καὶ σχολιάζει ὁ π. Θεμιστοκλῆς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς πολλὲς ἐνασχολήσεις καὶ μέριμνες προσπαθοῦν νὰ βολέψουν τὰ πνευματικά, ὄχι νὰ βάλουν κόπο. Ψάχνουν νὰ βροῦν τρόπους νὰ κάνουν προσευχὴ χωρὶς κόπο. Ταὸ πρώτιστο, λέει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, εἶναι νὰ γίνη ἡ προσευχή. Τὸ πῶς θὰ γίνη, τὸ διδασκόμαστε ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ  ἦθος, ποὺ καλλιεργεῖται μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη καὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὴν Ἐκκλησἰα. Ἂν στὴν ἐκκλησία θέλουμε ὅλοι νὰ καθόμαστε, τότε διαμορφώνεται νέο ἦθος τῶν προσευχομένων, τὸ ἦθος τῶν καθημένων καὶ ὄχι τῶν ἀνισταμένων. Τὰ πατερικὰ κείμενα δείχνουν ὅτι οἱ ἀσκητὲς δὲν κάθονταν, στέκονταν.

Μὲ ἀφορμὴ τὴν περίπτωση τῆς μοναχῆς ποὺ στάθηκε ὄρθια στὴν Ἀγρυπνία, λέει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός: Ἡ μοναχὴ αὐτὴ ἔκανε μιὰ μικρὴ θυσία στὴν Ἀγρυπνία. Στὴν Ἀγρυπνία οἱ μοναχοὶ κλέβουν χρόνο ἀπὸ τὴν ξεκούρασή τους καὶ τὸν ἀφιερώνουν στὸν ἑαυτό τους κι αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν  βίωση οὐρανίου μυστηρίου. Ὅταν κάθεσαι στὸν Ναό, κοιμᾶτοι ἡ ψυχή σου. Εἶναι τόσο δύσκολο, σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μπορέση κανεὶς νὰ ἔχη ἀναπεπταμένη τὴν καρδία εἰς τὸν Θεόν, ἐὰν εἶναι καθιστὸς στὴν Ἐκκλησία.

Ἀναπεπταμένη, σχολιάζει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, εἶναι ἡ καρδιὰ ἐκείνου ποὺ εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὸν Θεό. Ὅπως ὁ Δαβὶδ ποὺ σηκωνόταν νύκτα νὰ λατρεύση τὸν Θεὸ καὶ ἔλεγε: «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμα μου πρὸς σε ὁ Θεός». Καὶ συνεχίζει: οἱ πατέρες ἔλεγαν ὄχι μόνο νὰ εἴμαστε ὄρθιοι, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴ στεκόμαστε ποτὲ πότε στὸ ἕνα πόδι καὶ πότε στὸ ἄλλο, διότι ἔτσι περισπᾶται ὁ νοῦς καὶ ὄντας μέσα στὸν Ναό, δὲν ζοῦμε παρὰ τὴν ἀδυναμία τῆς σαρκός μας.

Καὶ βέβαια, συμφωνεῖ ὁ π. Θεμιστοκλῆς, κουβαλᾶμε τὴν ἀδυναμία τῆς σάρκας μας. Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὸν χερουβικὸ ὕμνο, ὅταν λέει: «πᾶσαν νῦν βιοτικὴν μέριμναν ἀποθώμεθα». Τὸ ζήτημα εἶναι, μπαίνουμε στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ ἢ νὰ μὴν τὸν συναντήσουμε; Αἰσθάνεσαι ποιόν θὰ συναντήσης μέσα στὴν Ἐκκλησία; Ἂν δὲν τὸ αἰσθάνεσαι, θὰ εἶσαι καθήμενος.

Στὴν ἐρώτηση ἂν μποροῦμε νὰ καθόμαστε στὶς μεγάλες ἀκολουθίες, ὁ Γέροντας ἀπαντᾶ: «Ἂν θέλαμε νὰ ψωνίσουμε, θὰ γυρίζαμε ὧρες στὰ καταστήματα.  Στὴν κατοχὴ ὁ κόσμος περίμενε ὧρες στὴν οὐρὰ γιὰ νὰ πάρη λίγο ψωμὶ καὶ ζάχαρη, Στὴν Ἐκκλησία ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι.Βέβαια, λέει ὁ Γέροντας, ὑπάρχουν σημεῖα ποὺ μπορεῖ νὰ καθίση κανεὶς ἂν εἶναι τόσο ἀναγκαῖο. Δὲν σημαίνει ὅμως ὅτι ὲπειδὴ εἶμαι κουρασμένος πρέπει νὰ καθίσω, γιατὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἵστασθαι. Ἀναγνωρίζω, συνεχίζει ὁ Γέροντας, ὅτι μὴ ἔχοντας στασίδια, εἶναι πιὸ εὔκολη ἡ ἀκολουθία, τὸ στασίδι εἶναι κάποια ἀνακούφισις. Γιατὶ ἀκουμπᾶς τὰ χέρια σου δεξιὰ κι ἀριστερά καὶ στὴν ἀνάγκη μπορεῖς νὰ ἀκουμπήσεις λίγο τὴν ἕδρα σου στὸ ἀνεβασμένο στασίδι.

Τὸ στασίδι, σχολιάζει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, εἶναι φτιαγμένο σοφά. Ἄν σταθῆς  στὸ στασίδι, φοβᾶσαι μὴν πέσης. Κι αὐτὴ ἡ ἀγωνία ἀνάμεσα στὸ νὰ πέσης καὶ νὰ κοιμηθῆς, σὲ κρατάει ξάγρυπνο.

Ἡ καρέκλα, ἐπισημαίνει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ στασίδι. Τὸ στασίδι τὸ ἐφεῦρε ἡ ἐκκλησία μας ]καὶ εἶναι λατρευτικὸ εἶδος. Ὄχι ὅμως καὶ ἡ καρέκλα. Ὅταν κάθεστε στὴν καρέκλα εἶναι βέβαιο ὅτι κοιμᾶστε. Μπορεῖ νὰ μὴν κοιμοῦνται τὰ μάτια σας , κοιμᾶται ὅμως τὸ πνεῦμα σας. Ἂν θὰ ἐρχόταν ὁ Χριστὸς ποιός θὰ καθόταν. Δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν στὶς ἀκολουθίες, γι’αὐτὸ θέλουμε νὰ καθόμαστε.

Φιλοτίμως, σημειώνει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, πρέπει νὰ στεκόμαστε ὄρθιοι. Αὐτὸ εἶναι μιὰ μορφή ἀσκήσεως.

Ὅταν μάθουμε νὰ ἐκκλησιαζόμαστε σωστά, παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, θὰ διαπιστώσουμε ὄτι ἡ ὀρθοστασία εἶναι ἀπόλαυση καὶ ὄχι μαρτύριο. Ἡ ὀρθοστασία δὲν εἶναι κανόνας ποὺ ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι τὸ φυσικό.

Εἶναι ὡραῖο, λέει ὁ π. Θεμιστοκλῆς, νὰ βάλουμε κι ἐμεῖς τὴν ὀρθοστασία στὴν ζωή μας, νὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ να]μᾶς ἀρέση τὸ μαρτύριο τῆς ὀρθοστασίας. Εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε εὔκολα, εἶναι ἀνέξοδο, ἀλλὰ θέλει θυσία. Θέλει πνεῦμα ὀρθρινό.

Ὑποτίθεται, παρατηρεῖ ὁ Γέροντας, ὅταν πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία, εἴμαστε ξύπνιοι. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ἱεροπρεπεῖς καὶ ἀγγελοειδεῖς. Ὅταν δὲν εἴμαστε ἔτσι, νὰ μὴ λέμε ὅτι πήγαμε στὴν λειτουργία, οὔτε νὰ θέλουμε νὰ κοινωνήσουμε.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ π. Θεμιστοκλῆς ἐπισημαίνει συμπεριφορὲς πιστῶν στὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ δὲν ἔχουν τὸ γνώρισμα τῆς ἱεροπρέπειας. Ἔτσι, πολλὲς φορὲς δὲν ὑπακοῦμε στὶς ὑποδείξεις τῶν ἁρμοδίων, ἄλλοι περιφέρονται μέσα στὴν ἐκκλησία συζητώντας καὶ χαιρετώντας τοὺς γνωστοὺς. Πότε προσεύχεται ἕνας τέτοιος πιστός; Ὅλα αὐτὰ ἔχουν σχέση μὲ τὸ πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖο μπαίνουμε στὴν Ἐκκλησία. Μπαίνουμε γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό; Ὁ Χριστὸς εἶναι παντοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι καὶ στὸν διπλανό μας ποὺ μπορεῖ νὰ ἐνοχλῆ μὲ κάποιες κακοσμίες.  Μέσα στὴν ἐκκλησία πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε ὅλους ὡς εἰκόνες Χριστοῦ. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἐκκλησιάζονται μάλιστα τακτικὰ καὶ ὄταν ἔρχονται κρίνουν τοὺς ἄλλους μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι αὐτοὶ εἶναι καλοὶ καὶ οἱ ἄλλοι σκάρτοι. Μπαίνοντας ἔτσι στὴν ἐκκλησία δὲν πᾶς νὰ συναντήσης τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ δῆς τὸ ἄτομό σου νὰ ἐξυψώνεται πιὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους.   Αὐτὸ λέγεται Φαρισαϊσμός. Στὸν Ναὸ μπαίνουμε ταπεινά, ὡς ἁμαρτωλοί. Ἡ ἐκκλησία εἶναι ἐκκλησία ἁμαρτωλῶν. Ἀνέχεται τὴν παρουσία μας ὁ Χριστὸς μέσα στὸν Ναό καὶ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο μὲ τοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ δεχθοῦμε τὸν καθένα ὅπως εἶναι. Χρειάζεται νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι μέσα στὴν ἐκκλησία συναντοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ. Ὅσοι εἴμαστε μέσα, εἴμαστε χριστοὶ κατὰ χάριν. Κι αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ σεβόμαστε. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε μιὰ ἀγγελεοειδῆ στάση μέσα στὸν Ναὸ καὶ νὰ μὴν τα παρατηροῦμε ὅλα. Γιατὶ ἂν παρατηροῦμε τί γίνεται γύρω μας, αὐτὸ δὲν εἶναι λειτουργία. Εἶναι σὰν νὰ παρακολουθοῦμε θέαμα, κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε παρακολουθοῦντες, εἴμαστε συμμετέχοντες.

Ὅταν κάποιος δίπλα μας ὁμιλῆ, λέει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, ἐμεῖς δὲν τὸν ἀκοῦμε. Καὶ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸν ἡσυχαστὴ Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν πρώτη άποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅταν οἱ ἄλλοι δίπλα του μιλοῦσαν. Κάθε ὥρα ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ μαρτυροῦμε, ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο μαρτύριο, ὴ καλύτερα ἡ μεγαλύτερη μαρτυρία εἶναι ἡ ὡραιότητα καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς μας, ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό. Ὄχι ἁπλῶς ὁμολογῶ  ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ἀλλὰ ὁμολογῶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι ταυτισμένος μὲ τὸν Θεὀ, ὁ ὁποῖος «ὧδέ ἐστιν». Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν οἱ πραγματικοὶ ἐξαγγελεῖς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἐξαγγελεῖς εἶναι οἱ ἁγνὲς καὶ παρθενικὲς ψυχὲς ποὺ ἔχουν ὁλόκληρο τὸν Θεὸ καὶ τὸν πιστοποιοῦν στὴν ἀνθρώπινη ζωή μας.

Οἱ ἀληθινὲς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου γίνονται σὲ ψυχὲς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἑνώνονται μαζί του μυστηριακὰ κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων, γιατὶ τότε ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους στὸνΧριστό.

Τὴν σημερινὴ Σύναξη τῶν Νέων τίμησε μὲ τὴν παρουσία του ὁ Θεοφιλεστατος Ἐπίσκοπος Μπενίν, Τόγκο καὶ Μπουρκίνα Φάσο, κ. Ἀθανάσιος Kayembe. Προέρχεται, ὅπως μᾶς εἶπε, ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ μεγάλωσαν μέσα στὴν Ἱεραποστολή, τρώγοντας καραμέλες καὶ πίνοντας γάλα ποὺ ἔστελναν οἱ Ἕλληνες. Τὸ μὀνο ποὺ δὲν ἔχω, εἶπε ὁ Ἑπίσκοπος Ἀθανἀσιος, εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα. Εἶμαι Ἕλληνας, γιατὶ ἐσεῖς μὲ γεννήσατε, ἐσεῖς μὲ σπουδάσατε καὶ εἶμαι αὐτὸ ποὺ εἶμαι σήμερα. Ὅταν μὲ χτυπᾶνε ἔρχομαι ἐδῶ καὶ κλαίω, στοὺς γονεῖς. Ἀνάστημα τοῦ ἑλληνισμοῦ εἶμαι κι ἐγώ, κατέληξε ὁ Ἐπίσκοπος καὶ συγκίνησε ὅλη τὴν Σύναξη,

Τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο μετὰ Χαιρετισμῶν στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἡ μονολόγιστη εὐχὴ σήμαναν τὸ τέλος στὶς πνευματικὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἡμέρας.

 

 

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *