Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου
23 Jul, 2013
Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.
Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.
Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.
Ο Ιωακείμ και η Άννα δεν ήθελαν παιδί “εγωιστικά”, ούτε ψυχολογικά ή συναισθηματικά. Δεν ήθελαν να γεννήσουν παιδί για τον εαυτό τους, αλλά για τον Κύριο. Η τεκνογονία θεωρούνταν τότε “υποχρέωση” απέναντι στον Θεό. Εκεί ακριβώς συνίσταται η ντροπή και το “όνειδος” της ατεκνίας. Το θαυμάσιο αυτό ζεύγος, ο Ιωακείμ και η Άννα, όχι μόνο ήταν πολύ αγνοί και ελεήμονες και το σπίτι τους ήταν καταφύγιο και λιμάνι για κάθε πονεμένο, αλλά και πέρασαν τη ζωή τους με εξαντλητικές προσευχές παρακαλώντας να ευαρεστήσουν τον Θεό. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό ή κοσμικό φρόνημα. Μόνη τους έγνοια ήταν να ευαρεστήσουν τον Θεό.
Παρακαλούσαν τον Θεό όχι για κάτι δικό τους, αλλά για κάτι δικό Του! Απίστευτο! Τί ζήλος! Προσέξτε! Δεν παρακαλούσαν τον Θεό να εκπληρώσει δικό τους θέλημα, αλλά δικό Του! Αντί να ξεγνοιάσουν λίγο και να ξεκουραστούν οι άνθρωποι και “να ζήσουν τη ζωή τους”, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο – δυνατό ή αδύνατο – να ευαρεστήσουν τον Κύριο. Αν είναι πίστη το να ζητάμε κάτι εύλογο για μάς, για δική μας διευκόλυνση και παρηγοριά, πόσο περισσότερο πίστη και ασύγκριτα πιο αξιέπαινο είναι να κουραζόμαστε και να παιδευόμαστε να ζητάμε κάτι αποκλειστικά για το θέλημα του Θεού; Σχεδόν αδιανόητο είναι κάτι τέτοιο για τον κόσμο.
http://intheopatoron.blogspot.gr/p/blog-page.html

Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.
Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.
Ο Ιωακείμ και η Άννα δεν ήθελαν παιδί “εγωιστικά”, ούτε ψυχολογικά ή συναισθηματικά. Δεν ήθελαν να γεννήσουν παιδί για τον εαυτό τους, αλλά για τον Κύριο. Η τεκνογονία θεωρούνταν τότε “υποχρέωση” απέναντι στον Θεό. Εκεί ακριβώς συνίσταται η ντροπή και το “όνειδος” της ατεκνίας. Το θαυμάσιο αυτό ζεύγος, ο Ιωακείμ και η Άννα, όχι μόνο ήταν πολύ αγνοί και ελεήμονες και το σπίτι τους ήταν καταφύγιο και λιμάνι για κάθε πονεμένο, αλλά και πέρασαν τη ζωή τους με εξαντλητικές προσευχές παρακαλώντας να ευαρεστήσουν τον Θεό. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό ή κοσμικό φρόνημα. Μόνη τους έγνοια ήταν να ευαρεστήσουν τον Θεό.
Παρακαλούσαν τον Θεό όχι για κάτι δικό τους, αλλά για κάτι δικό Του! Απίστευτο! Τί ζήλος! Προσέξτε! Δεν παρακαλούσαν τον Θεό να εκπληρώσει δικό τους θέλημα, αλλά δικό Του! Αντί να ξεγνοιάσουν λίγο και να ξεκουραστούν οι άνθρωποι και “να ζήσουν τη ζωή τους”, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο – δυνατό ή αδύνατο – να ευαρεστήσουν τον Κύριο. Αν είναι πίστη το να ζητάμε κάτι εύλογο για μάς, για δική μας διευκόλυνση και παρηγοριά, πόσο περισσότερο πίστη και ασύγκριτα πιο αξιέπαινο είναι να κουραζόμαστε και να παιδευόμαστε να ζητάμε κάτι αποκλειστικά για το θέλημα του Θεού; Σχεδόν αδιανόητο είναι κάτι τέτοιο για τον κόσμο.
http://intheopatoron.blogspot.gr/p/blog-page.html
Tags: