Αρχική > News > Γιάννης ο Ευλογημένος

Γιάννης ο Ευλογημένος

...Καὶ σὰν καθήσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε κι ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπητα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπητα, κ᾿ εἶπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κ᾿ ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κ᾿ εἶπε «τοῦ Χριστοῦ» κ᾿ ὕστερα εἶπε «τῆς Παναγίας», κ᾿ ὕστερα εἶπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τὸν ἅη- Βασίλη!». Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ναί, καλά! κ᾿ ὕστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου».

Κ᾿ ὕστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη, «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στὸν ἅγιο ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιωσύνη σου; Τοῦ λέγει ὁ ἅγιος: «Ἔκοψα, Βλογημένε!» μά, ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ μακάριος. Κ᾿ ὕστερα, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ἅγιος Βασίλειος κ᾿ εἶπε τὴν εὐχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».

Κ᾿ εἶπε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε σὰν ἀπόψε ὁ ἅγιος Βασίλης; οἱ ἀρχόντοι κ᾿ οἱ βασιληάδες τί ἁμαρτίες νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε». Κι ὁ ἅγιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ εἶπε πάλι τὴν εὐχή, ἀλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ μακάριος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος...

Γιάννης ο Ευλογημένος (Το βλογημένο μαντρί).
Του Φώτη Κόντογλου

©2010 orthmad.gr | Web development by Integrated ITDC