Από το ημερολόγιο των ηρώων
23 Oct, 2012
Αρχίσαμε να βαδίζουμε στις τέσσερις παρά είκοσι τα χαράματα. Σύμφωνα με το σχέδιο η επίθεση έπρεπε να γίνει αιφνιδιαστικά. Το ξέραμε καλά οτι το ύψωμα το είχαν oι Ιταλοί Αλπινιστές, που υπερτερούσαν όχι μόνο αριθμητικά αλλά και σε δύναμη όπλων. Η επίθεση άρχισε στις 5 π.μ. -ξαφνικά, όπως ήταν η διαταγή. Οι αλπινιστές αιφνιδιάστηκαν για μια στιγμή. Για μια μόνο στιγμή όμως. Μετά άρχισε μιά κόλαση πυρός. Τα αυτόματά τους πολυβόλα θέριζαν. Κόντευε νά πιάσει φωτιά το χιόνι. Κι εμείς ανεβαίναμε, ανεβαίναμε μ' ορμή μέσα σ' εκείνον τον χάλασμό. Οι όλμοι περνούσαν ανάμεσά μας και δεν μας άγγιζαν. Προχωρούσαμε σαν να ήμασταν αέρινοι, διάφανοι. Όταν συνειδητοποιήσαμε το μυστήριο που μας κύκλωνε, πήραμε νέα δύναμη. Φτάσαμε την κορυφή του υφώματος. Οι Αλπινιστές μας πέρασαν για φαντάσματα. Ροβολούσαν πανικόβλητοι. Ακόμη δεν μπορώ να δώσω εξήγηση στο φαινόμενο. Ένα μπορώ να πω, αυτό που λένε και οι υπόλοιποι. Θαύμα της Μεγαλόχαρης. Στις 11 π.μ. το ύφωμα «Μαρία» ήταν δικό μας. Είχε ανοίξει ο δρόμος γιά τήν Κορυτσά.
— Σαλπιγκτής, προσκλητήριο φώναξε ο έφεδρος.
Μέσα στη γαλήνη του χιονισμένου τοπίου αντήχησε η σάλπιγγα. Ιερή σιωπή.
— Μαυρίδης Σταύρος.
— Παρών.
— Ιωσήφ Ανδρέας.
— Παρών.
— Ζαϊμης Θεόδωρος.
— Παρών.
Ένας, δύο, δέκα, τριάντα, πενήντα, εβδομήντα τέσσερις, εβδομήντα πέντε είμασταν όλοι κι όλοι.
— Μελέτης Εμμανουήλ.
— (…)
— Μελέτης Έμμανουήλ.
Ήταν ένα ζωηρό παιδί από τήν Ικαρία.
Σέ λίγο μέσα από το χιόνι, πενήντα μέτρα πιό κάτω ξεπρόβάλε ένα ανθρώπινο σύμπλεγμα. Είδαμε το Μάνο νά κουβαλά έναν καταματωμένο αλπινιστή. Περπατούσε με κόπο κι άγωνία. Έφτασε στην παράταξη.
— Παρών, φώναξε και σωριάστηκε λιπόθυμος δίπλα στον Ιταλό. Όταν συνήλθε τον ρώτησα;
— Μα, καλά, πως σου 'ρθε να φορτωθείς τον Ιταλό;
— Ζει; ρώτησε.
— Ζει, μεταφέρθηκε στο ορεινό χειρουργείο.
— Δόξα σοι ο Θεός, είπε. Τον βρήκα να καλεί σε βοήθεια. Είχε σπασμένο, κατεστραμμένο το δεξί του πόδι. Δεν άντεξα. Άνθρωπος είπα. Η τύχη το 'φερε να 'μαστε εχθροί. Μίσος δεν τρέφω για κανέναν.

Λεσκοβίκι, 18 Νοεμβρίου 1940
Χιόνι, χιόνι, χιόνι και λάσπη. Ο παγωμένος αέρας τρυπάει κόκκαλα. Τι χειμώνας, Θεέ μου. Τον υπομένουμε όμως. Για την Ελλάδα. Κανείς από τα μετόπισθεν δεν μπορεί να φανταστεί τη, ζωή στο μέτωπο. Χίλιες φορές τη μέρα πεθαίνουμε και χίλιες φορές ανασταινόμαστε. Για την Ελλάδα. Ψες βράδυ φοβήθηκα —το ομολογώ. Πήραμε διαταγή να προχωρήσουμε και να καταλάβουμε το ύψωμα «Μαρία» στη Βόρεια Ζώνη προς το Λεσκοβίκι.Αρχίσαμε να βαδίζουμε στις τέσσερις παρά είκοσι τα χαράματα. Σύμφωνα με το σχέδιο η επίθεση έπρεπε να γίνει αιφνιδιαστικά. Το ξέραμε καλά οτι το ύψωμα το είχαν oι Ιταλοί Αλπινιστές, που υπερτερούσαν όχι μόνο αριθμητικά αλλά και σε δύναμη όπλων. Η επίθεση άρχισε στις 5 π.μ. -ξαφνικά, όπως ήταν η διαταγή. Οι αλπινιστές αιφνιδιάστηκαν για μια στιγμή. Για μια μόνο στιγμή όμως. Μετά άρχισε μιά κόλαση πυρός. Τα αυτόματά τους πολυβόλα θέριζαν. Κόντευε νά πιάσει φωτιά το χιόνι. Κι εμείς ανεβαίναμε, ανεβαίναμε μ' ορμή μέσα σ' εκείνον τον χάλασμό. Οι όλμοι περνούσαν ανάμεσά μας και δεν μας άγγιζαν. Προχωρούσαμε σαν να ήμασταν αέρινοι, διάφανοι. Όταν συνειδητοποιήσαμε το μυστήριο που μας κύκλωνε, πήραμε νέα δύναμη. Φτάσαμε την κορυφή του υφώματος. Οι Αλπινιστές μας πέρασαν για φαντάσματα. Ροβολούσαν πανικόβλητοι. Ακόμη δεν μπορώ να δώσω εξήγηση στο φαινόμενο. Ένα μπορώ να πω, αυτό που λένε και οι υπόλοιποι. Θαύμα της Μεγαλόχαρης. Στις 11 π.μ. το ύφωμα «Μαρία» ήταν δικό μας. Είχε ανοίξει ο δρόμος γιά τήν Κορυτσά.
— Σαλπιγκτής, προσκλητήριο φώναξε ο έφεδρος.
Μέσα στη γαλήνη του χιονισμένου τοπίου αντήχησε η σάλπιγγα. Ιερή σιωπή.
— Μαυρίδης Σταύρος.
— Παρών.
— Ιωσήφ Ανδρέας.
— Παρών.
— Ζαϊμης Θεόδωρος.
— Παρών.
Ένας, δύο, δέκα, τριάντα, πενήντα, εβδομήντα τέσσερις, εβδομήντα πέντε είμασταν όλοι κι όλοι.
— Μελέτης Εμμανουήλ.
— (…)
— Μελέτης Έμμανουήλ.
Ήταν ένα ζωηρό παιδί από τήν Ικαρία.
Σέ λίγο μέσα από το χιόνι, πενήντα μέτρα πιό κάτω ξεπρόβάλε ένα ανθρώπινο σύμπλεγμα. Είδαμε το Μάνο νά κουβαλά έναν καταματωμένο αλπινιστή. Περπατούσε με κόπο κι άγωνία. Έφτασε στην παράταξη.
— Παρών, φώναξε και σωριάστηκε λιπόθυμος δίπλα στον Ιταλό. Όταν συνήλθε τον ρώτησα;
— Μα, καλά, πως σου 'ρθε να φορτωθείς τον Ιταλό;
— Ζει; ρώτησε.
— Ζει, μεταφέρθηκε στο ορεινό χειρουργείο.
— Δόξα σοι ο Θεός, είπε. Τον βρήκα να καλεί σε βοήθεια. Είχε σπασμένο, κατεστραμμένο το δεξί του πόδι. Δεν άντεξα. Άνθρωπος είπα. Η τύχη το 'φερε να 'μαστε εχθροί. Μίσος δεν τρέφω για κανέναν.
Σταύρος
Περιοδικό "Προς την Νίκην", Οκτώβριος 2009.
Tags: