Περιγραφή
Απόσπασμα από το βιβλίο «Πρακτικός Οδηγός Μελλονύμφων»
του Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ.Χριστοδούλου,
εκδόσεις Ομολογία, Αθήνα 2008.
Σεβασμός προς την ιερότητα του χώρου του Ναού και των διακονούντων ιερέων και του προσωπικού
Ο ιερός ναός είναι το σπίτι του Θεού. Από την ημέρα που ο επίσκοπος εγκαινιάζει τον ναό (πρόκειται για μια ιερά τελετή καθιερώσεως του ναού που γίνεται άπαξ σε κάθε ναό), ο ναός αφιερώνεται στο Θεό αποκτά αγιότητα εξαιτίας της αγιότητος του κτίτορος. Ως εκ τούτου απαιτείται από τους εισερχόμενους πιστούς ιδιαίτερος σεβασμός. Ο ναός δεν είναι όπως οι άλλοι δημόσιοι χώροι. Είναι ιδιαίτερος τόπος κατοικίας των αγίων. Και άγιοι δεν είναι μόνο η θριαμβεύουσα Εκκλησία, αλλά και όσοι αγωνίζονται «τον αγώνα τον καλόν».
Σε κάθε ιερό ναό που τυγχάνει με τα σημερινά δεδομένα να ονομάζεται και ενορία, υπηρετεί ένας ιερεύς ή στις μεγαλουπόλεις δύο, τρεις ή και περισσότεροι. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε κάθε ναό διακονούν οι εφημέριοι, που θέτουν την ίδια τους τη ζωή στη διακονία του λαού του Θεού. Δεν σημαίνει ότι, επειδή οι ιερείς είναι άνθρωποι, δεν πρέπει να τους τιμούμε, αλλά αντιθέτως, όπως σε κάθε ναό υπάρχουν εικονοστάσια, κανδήλια, πολυέλαιοι και άλλα που σεβόμεθα και τιμούμε, με τον ίδιο τρόπο ακριβώς σεβόμεθα και τιμούμε τους κληρικούς, που είναι ταγμένοι και αφιερωμένοι για τη σωτηρία μας. Δεν είναι ωστόσο στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας το κλίμα κληρικαλιστικό. Δεν εξυψώνεται στη συνείδηση του λαού η ιερωσύνη ως κάτι το απλησίαστο, αντιθέτως η ύπαρξη του κλήρου στη ζωή μας είναι καθοριστική για την ταπεινωτική πορεία της σωτηρίας μας, που περνά μέσα από τα ταπεινά και χαμηλά, που εν προκειμένω είναι οι ιερείς μας. Είναι προικισμένοι με το χάρισμα της ειδικής ιερωσύνης, την οποία κατέχουν μόνο ορισμένοι, κατόπιν κάποιων τυπικών προϋποθέσεων, με ειδική πράξη της Εκκλησίας, που τελείται μόνον από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και που αυτό στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγεται χειροτονία.
Με όλα τα παραπάνω, όταν προσερχόμαστε στο ναό χαιρόμαστε εμείς οι ορθόδοξοι να συναντούμε και να συναναστρεφόμεθα με τους ιερείς, γιατί μέσα από αυτούς μπορούμε να πετύχουμε την περιπόθητη σωτηρία μας. Ως εκ τούτου και κατά τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας, οφείλουμε να σεβόμεθα τους ιερείς και να υπακούμε στις συμβουλές τους. Κανείς δεν πρέπει να αυθαιρετεί μέσα στο ναό. Ο υπεύθυνος της ευχαριστιακής συνάξεως και κάθε μυστηρίου είναι ο επίσκοπος και εξ αυτού ο κάθε πρεσβύτερος που τελεί επ’ονόματί του τα ιερά μυστήρια. Ο κάθε κληρικός είναι υπεύθυνος και αρμόδιος για την λειτουργική ζωή και για την άρτια και κανονική τάξη τελέσεως των ιερών μυστηρίων, βάσει όχι της προσωπικής του δημιουργίας ή φαντασίας ή τελετουργίας, αλλά βάσει της ιεράς και σεβάσμιας Παραδόσεως, την οποία τηρεί μετά πολλής προσοχής άγρυπνα και ανύστακτα η ποιμαίνουσα Εκκλησία.
Για τον λόγο αυτό και στην τέλεση κι αυτού του ιερού μυστηρίου του γάμου, ο καθ’ ύλην υπεύθυνος είναι μόνον ο κληρικός και κανείς άλλος που δεν έχει συναίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκεται ή ακόμη δεν έχει εκκλησιαστική ζωή, οπότε έχει έλλειμμα πνευματικής υποστάσεως. Άλλωστε σήμερα, που τα σύνορα των κρατών άνοιξαν και πολλοί αλλοεθνείς όχι μόνο ομόδοξοι, αλλά κυρίως και αλλόθρησκοι, μπαινοβγαίνουν στους ναούς μας ως εργαζόμενοι ανθοπωλών, τελεταρχών, φωτογράφων, βιντεοληπτών και άλλων, όχι μόνο δε συναισθάνονται που βρίσκονται, αλλά μαγαρίζουν με τη συμπεριφορά τους και το ιερότερο μέρος της ζωής μας, που είναι η αγία μας Εκκλησία, ο ναός μας!
της Εκκλησίας, είναι θείον δώρον και μεγάλη ευλογία σε όποιον το γεύεται. Ο πνευματικός δεν αντικαθιστά την επιστήμη που εξειδικεύεται στην ψυχή του ανθρώπου. Ο πνευματικός καλλιεργεί τις ψυχές των ανθρώπων με σκοπό τη σωτηρία τους και την ένταξη τους στον Παράδεισο. Κι αυτό κάνει την διαφορά ακόμη μεγαλύτερη μεταξύ των εξομολόγων πνευματικών πατέρων και εκείνων που διατείνονται, ότι είναι αναλυτές των ψυχών και ταυτόχρονα θεραπευτές των. Εδώ είναι η μεγαλύτερη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των ανωτέρω. Ο πνευματικός εξομολόγος τους ανθρώπους τους αντιμετωπίζει με την προοπτική της σωτηρίας, δηλ. της εντάξεως των στον αιώνιο Παράδεισο ήδη από αυτή τη ζωή, με προοπτική την αιώνια ζωή, ενώ οι άλλοι που ασχολούνται με τις ψυχές, τους ανθρώπους τους οδηγούν μέχρι τον θάνατο, δηλαδή μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Για τον λόγο αυτό κατά την προετοιμασία του γάμου, καλόν θα είναι μέσα στις πολλές σκέψεις που μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος για το γάμο του να σκέπτεται και το μυστήριο της εξομολογήσεως, όχι σαν κάτι μαγικό που θα του φέρει την ευτυχία του γάμου κι αφού γίνει λίγες ημέρες προ του προγραμματισμένου γάμου του, αλλά από πολύ νωρίς, πριν ακόμη βρει το έτερον ήμισυ, να έχει επαφή με τον πνευματικό για την καλύτερη, πρώτα αυτογνωσία του, κι έπειτα, για την καλύτερη επιλογή του προσώπου που θα αποφασίσει να ζήσει μαζί του για τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.
Κοντά λοιπόν στις πολλές επαφές γνωριμίας που θα συμβούν στο μελλόνυμφο ζευγάρι, σημαντικό σταθμό αποτελεί και το μυστήριο της εξομολογήσεως. Η κατάθεση των αμαρτιών, των σκέψεων και των λογισμών στον πνευματικό πατέρα με τη χάρη του Θεού γίνεται γερό θεμέλιο για τη διαμόρφωση καλών κι ευλογημένων συζύγων. Το μυστήριο της εξομολογήσεως και των δύο, άνδρα και γυναίκας, είναι ακριβώς όπως είπε και κάποιος σοφός γέροντας των τελευταίων χρόνων, ο γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης, όπως δύο ξύλα ανόμοια και ακατέργαστα στα χέρια ενός ξυλουργού, που μετά από πολλή δουλειά και κόπο καταφέρνει να τα ταιριάξει το ένα κοντά στο άλλο. Έτσι γίνεται και κατά το ιερό μυστήριο της μετανοίας-εξομολογήσεως: δύο ανόμοιοι χαρακτήρες ανθρώπων έρχονται στον πνευματικό πατέρα για εξομολόγηση σκεπτόμενοι το γάμο κι ο εξομολόγος σαν άλλος πνευματικός ξυλουργός, αρχίζει να πελεκάει από τον έναν κάτι, από τον άλλον κάτι άλλο και σιγά σιγά τους ταιριάζει όχι ο ίδιος αλλά η χάρη του Θεού «η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» κατά το γραφικόν.